- ουνιτισμός
- ή ουνιατισμός, οεκκλ. το εκκλησιαστικό σύστημα τών ουνιτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουνίτες + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Χαρ. Παπαμάρκου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουνιτισμός — ο το εκκλησιαστικό σύστημα των Ουνιτών (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)